- συνεκπιέζω
- συν-εκ-πιέζω, mit oder zugleich ausdrücken
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συνεκπιέζω — Α 1. συμπιέζω 2. εξάγω με πίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπιέζω «αφαιρώ με πίεση»] … Dictionary of Greek
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek